Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Ο ΝΕΡΑΪΔΟΣΠΗΛΙΟΣ



Άκουσα, πολύ μικρός πρέπει να ήμουν, για ένα μέρος μαγευτικό. Ένα μέρος που κάθε βράδυ, όμορφες κοπέλες, ντυμένες στα λευκά, με ξανθά μαλλιά και αέρινη μορφή, έπιαναν το χορό τραγουδώντας μελωδίες ονειρικές. Η λάμψη τους, αντικατοπτρίζονταν στα κρυστάλλινα νερά της μικρής λίμνης και διασπούσε το σκοτάδι.
Τόσο γλυκές και τόσο σαγηνευτικές ήταν αυτές οι κοπέλες, που και η φύση η ίδια μαγευόταν. Έτσι, κάθε που ξημέρωνε και αυτές έμπαιναν μέσα στη μικρή σπηλιά που κατοικούσαν, το τραγούδι τους το συνέχιζαν τα πουλιά. Την μελωδία τους, ακολουθούσε το νερό, καθώς κυλούσε από λίμνη σε λίμνη ανάμεσα στα πλατάνια, που και αυτά με την σειρά τους κρατούσαν τα φύλλα στα κλαδιά όλο τον χρόνο, φτιάχνοντας έτσι μια ασπίδα προστασίας σε αυτήν την ουτοπία.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Το μέρος αυτό είχε μείνει στην μνήμη μου τόσο έντονα, σαν να ζούσα εκεί κάποτε. Οι ντόπιοι το λένε Νεραϊδόσπηλιο. Είναι το Αστρακιανό φαράγγι λίγο έξω από την πόλη του Ηρακλείου Κρήτης. Ξεκινά από την περιοχή του Καστελίου πεδιάδος και καταλήγει στον Καρτερό Ηρακλείου. Περίπου στην μέση βρίσκεται ο Νεραϊδόσπηλιος. Ένα μέρος ξεχασμένο και αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, λες και μένει έτσι για να μην σβήνουν οι μνήμες, για να μένει ζωντανή η ιστορία, η παράδοση και ο μύθος. Αυτό το μέρος, καθοδηγούμενος από το πάθος μου, ξεκινώ να ανακαλύψω…
Γυρίζω πίσω τον χρόνο, πολύ πίσω… και να, έγινα κάτοικος της περιοχής των πηγών του ποταμού Τρίτωνα (έτσι λεγόταν ο Καρτερος Ηρακλείου κατά τους αρχαίους Έλληνες). Εδώ, σε αυτά τα μέρη, γεννήθηκε η Θεά Αθηνά. Η Τριτογένεια Αθηνά, όπως αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης σε κείμενο του (Βιβλίο 5, 72-73):
«Μυθολογούσι δε και την Αθηνάν κατά την Κρήτην εκ Διός εν τας πηγάς του Τρίτωνος ποταμού γεννηθήναι, διό και Τριτογένειαν ονομασθήναι. Εστί δε και νυν έτι περί τας πηγάς ταύτας ιερόν άγιον της Θεού ταύτης, εν ω τόπο την γένισιν αυτής υπάρξαι μυθολογούσι» ( Αναφέρουν το μύθο, ότι και η Αθηνά γεννήθηκε στην Κρήτη, από τον Δία, στις πηγές του ποταμού Τρίτωνα και γι αυτό λεγόταν Τριτογένεια. Υπάρχει και σήμερα σε εκείνες τις πηγές ιερός ναός τούτης της Θεάς, στο μέρος όπου έγινε η γέννηση της, κατά τον μύθο.)
Από αυτές τις πηγές, του ποταμού Τρίτωνα, ξεκινάει το ταξίδι. Ένα ταξίδι, κατά το οποίο, το μεγαλείο της ιστορίας ταυτίζεται με την αγνότητα της παράδοσης και η μεγαλοπρέπεια του μύθου συναντά την απλότητα της φύσης.
Προχωρώντας στα στενά μονοπάτια του φαραγγιού, ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση, περνώντας κάθε λίγο και από μια μικρή λιμνούλα, νοιώθει κανείς ότι βρίσκεται κάπου παραδεισένια!
Ώρες πολλές περπάταγα και ήδη είχε αρχίσει να νυκτώνει. Στο βάθος διέκρινα κάποια φώτα να τρεμοπαίζουν. Πλησίασα αρκετά μέχρι να καταλάβω ότι ήταν ντόπιοι, κάτοικοι της Κνωσού, Μινωίτες! Στα χέρια τους κρατούσαν λίθινους λύχνους, αναμμένους για να βλέπουν στο σκοτάδι. Με κοίταζαν και χαμογελώντας μου πρόσφεραν ένα, για να μπορώ και εγώ να βλέπω στον δρόμο μου. Συγκλονίστηκα από την παρουσία τους, καθώς κατάλαβα ότι έρχονταν από λίγο πιο κάτω, από το κοιμητήριο (νεκρόπολη) της περιοχής. Έδειχναν όμως τόσο ευτυχισμένοι!
Η ώρα είχε περάσει και το σκοτάδι ήταν ήδη πυκνό. Κουρασμένος λίγο ένοιωσα και άγγιξα σε ένα πλάτανο να ξαποστάσω. Λίγο να κλείσω τα μάτια μου και συνεχίζω. Λες σε όνειρο να ήμουν! Το δροσερό αεράκι, έφερνε ποικίλους ήχους από μακριά. Θεέ μου, τι γαλήνη! Μα τι είναι αυτό που ακούω…; Ναι, είναι λύρα! Είναι σίγουρα λύρα! Σηκώθηκα βιαστικά και καθοδηγούμενος από τη μελωδία, βρέθηκα μπροστά σε μια λίμνη. Στα δεξιά μου, πάνω σε ένα μικρό βράχο, καθόταν κάποιος νέος μόνος. Θλιμμένος φαινόταν. Μπροστά του δύο ποτηράκια ρακής γεμάτα. Δεν έπινε, λες και περίμενε κάποιον να φανεί.
Πλησίασα και κάθισα δίπλα του. Τότε αυτός, άφησε την λύρα του και άρχισε να μου μιλάει. Μου είπε μια ιστορία, την ιστορία του.
Ήταν από το χωριό πιο πάνω, τους Αστρακούς, λυράρης αυτοδίδαχτος. Μια βραδιά, γυρνώντας από ένα γλέντι, δεν ήθελε να πάει σπίτι του. Ήθελε να κάτσει κάπου, ήσυχα, ήρεμα, να πιάσει την λύρα του και να αρχίσει να παίζει, να δημιουργήσει. Έτσι κατέβηκε στο φαράγγι. Μα η μοίρα είχε άλλα σχέδια γι αυτόν.
Πριν καλά καλά κατέβει στην πρώτη λίμνη, μπροστά του εξελίχτηκε ένα όνειρο, ένα όνειρο που θα του άλλαζε την ζωή. Από την μικρή σπηλιά, λίγο πιο πάνω από την λίμνη, είδε φως. Ένα φως καθαρό και δυνατό. Τότε άρχισαν να βγαίνουν από μέσα, κοπέλες όμορφες, νέες λαμπερές. Δεν άγγιζαν στο χώμα, σαν να πετούσαν ήταν. Τα μαλλιά τους ξανθά μακριά και το κορμί τους κατάλευκο, άστραφταν στο σκοτάδι. Μαζεύτηκαν στην άκρη της λίμνης και άρχισαν να χορεύουν. Ο χορός τους τόσο μάγεψε τον λυράρη, που χωρίς να το καταλάβει, έπιασε την λύρα του και άρχισε να τις συνοδεύει. Εκείνες χόρευαν και τραγούδαγαν χαρούμενες, μα πιο πολύ χαρούμενη ήταν μια από αυτές. Πλησίαζε τον λυράρη κάθε λίγο, και χόρευε μπροστά του, μόνο γι αυτόν.
Η ώρα είχε περάσει, άρχιζε να χαράζει. Ξάφνου οι κοπέλες κοιτάζονται και τρέχουν πίσω στη σπηλιά. Ο λυράρης προσπαθούσε να καταλάβει αν αυτό που έζησε ήταν αληθινό ή όνειρο! Έφυγε προς το χωριό, με την ελπίδα ότι και το επόμενο βράδυ, οι τόσο όμορφες κοπέλες θα εμφανιζόταν και πάλι.
Έτσι και έγινε. Με το που άρχισε να σουρουπώνει, πήρε τον δρόμο για το φαράγγι. Όταν έφτασε εκεί, οι κοπέλες, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, από την σπηλιά στην λίμνη, άρχισαν τον χορό και το τραγούδι. Εκείνος με την λύρα τις συνόδευε και πάλι, έχοντας καταλάβει πλέον ότι ήταν πραγματικότητα όλο αυτό που ζούσε! Τι ομορφιά Θεέ μου! Σαν νεράιδες είναι! (Νεράιδες, ιέρειες, νύμφες των νερών!)
Για πολύ καιρό, ο λυράρης κάθε βράδυ, ακολουθούσε την ίδια διαδρομή! Ωστόσο, κάθε βράδυ και πιο συχνά, έρχονταν η μία από τις νεράιδες και χόρευε μόνο γι αυτόν. Ο Αστρακιανός λυράρης, είχε μαγευτεί από τον χορό και την ομορφιά της. Την ήθελε γυναίκα του!
Πήγε λοιπόν ένα πρωί, στο σπίτι της κυρά Μαρίας, της πολύξερης γριούλας του χωριού, να τον βοηθήσει. Η γριά γυναίκα του αποκρίθηκε: «Όταν θα αρχίσει να χαράζει και πριν λαλήσουν οι πετεινοί, θα την πιάσεις δυνατά από τα μαλλιά. Ότι και να σου πει, ότι και αν δεις δεν θα την αφήσεις παρά μόνο όταν ακούσεις τους πετεινούς να λαλούν.»
Το ίδιο βράδυ, κατέβηκε στο φαράγγι, Νεραϊδόσπηλιο μου το έλεγε και έκανε ακριβώς ότι τον συμβούλεψε η πολύξερη γριά. Λίγο πριν λαλήσουν οι πετεινοί, αφήνει την λύρα του και πιάνει από τα μαλλιά την όμορφη νεράιδα. Εκείνη άρχισε να ουρλιάζει, η μορφή της άλλοτε γινόταν φίδι, άλλοτε σκύλος και άλλοτε φωτιά! Εκείνος όμως την αγάπαγε και ήταν αποφασισμένος να υπομείνει κάθε τι, προκειμένου σήμερα το πρωί να φύγουν μαζί από τον Νεραϊδόσπηλιο. Σε λίγο οι πετεινοί λάλησαν και όπως είπε η γριά, οι υπόλοιπες νεράιδες χάθηκαν και εκείνη πήρε πάλι την κανονική της μορφή.
Πέρασαν δύο χρόνια, παντρεύτηκαν και έκαναν ένα πανέμορφο παιδί. Ο λυράρης όμως ήταν δυστυχισμένος. Η γυναίκα του, η όμορφη νεράιδα, δεν μιλούσε! Είχε χάσει την φωνή της, από εκείνο το βράδυ στον Νεραϊδόσπηλιο. Την αγάπαγε, την πρόσεχε και αυτή τον αγάπαγε, αλλά την φωνή της δεν την είχε ακούσει ποτέ!
Ένα πρωί, μην αντέχοντας άλλο το μαρτύριο που ζούσε η οικογένεια του, πήγε πάλι στο σπίτι της πολύξερης γριάς. Εκείνη τον κοίταξε και του είπε: «Θα ανάψεις τον φούρνο μέχρι να κάψει καλά, θα πιάσεις το παιδί σας και θα κάνεις πως το πετάς μέσα.» Σάστισε για λίγο, αλλά σκεφτόμενος ότι έτσι θα βρει την μιλιά της η γυναίκα του, δέχτηκε να το κάνει.
Πήγε στο σπίτι, άναψε τον φούρνο και τον άφησε να κάψει καλά. Η όμορφη γυναίκα του, καθόταν παραδίπλα και τον κοίταζε, αλλά δεν μπορούσε να τον ρωτήσει τι είχε σκοπό να κάνει. Εκείνος, την κοιτάζει για μια στιγμή και με μια κίνηση πιάνει το παιδί να το πετάξει στην φωτιά. «Μη!!! Μη σκύλε το παιδί μου!!!», ακούστηκε η φωνή της! Του αρπάζει το παιδί από τα χέρια και φεύγει τρέχοντας.
Από τότε έχει να τη δει ο λυράρης και κάθε βράδυ έρχεται εδώ με την λύρα του, μήπως είναι κάπου και τον ακούσει, αλλά ακόμη δεν την έχει δει πουθενά.
Αυτά μου είπε ο λυράρης και συνέχισε να παίζει τον σκοπό του. Εγώ, κουρασμένος σωματικά και ψυχολογικά, κούρνιασα παραδίπλα και άφησα την μελωδία να με νανουρίσει.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, ένοιωσα ένα ρίγος να διαπερνά όλο μου το σώμα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν κοιμόμουν ή αν ήμουν ξύπνιος, αν είχε περάσει μια νύχτα ή ένας αιώνας, πολλές χιλιετίες ή μόνο μια στιγμή, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών.
Δίπλα μου η λίμνη, εγώ κάτω από τα πλατάνια, λίγο πιο πάνω η είσοδος της σπηλιάς. Δεν μπορεί να μην τα έζησα όλα αυτά!
Στον Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών, δεν γίνεται να μην βιώσεις τέτοιες εμπειρίες, όπως λένε οι ντόπιοι κάτοικοι. Όλα έχουν μείνει αναλλοίωτα και ζωντανά εδώ.
Λίγο έξω από το Ηράκλειο (16χλμ), βρίσκεται το χωριό Αστρακοί του δήμου Ν.Καζαντζάκη. Περνώντας μέσα από το μικρό χωριό και μέσω ενός αγροτικού δρόμου, φτάνουμε στο μικρό μονοπάτι που οδηγεί σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο, τον Νεραϊδόσπηλιο. Καθώς κατεβαίνουμε το μονοπάτι βλέπουμε στα δεξιά μας ένα μικρό σπήλαιο, που κατά τον Γάλλο αρχαιολόγο Paul Faure (ο ίδιος αυτοαποκαλείται Παύλος Φοράκης!), αποτελούσε το ιερό της Τριτογένειας Αθηνάς. Κατά τον θρύλο βέβαια, το σπήλαιο αυτό είναι η κατοικία των νεράιδων. Λίγο πιο κάτω από το σπήλαιο υπάρχει μια λίμνη, μία από τις λίμνες του φαραγγιού. Προχωρώντας βόρεια, μέσα από λίγο δύσβατα μονοπάτια (αξίζει τον κόπο όμως), βλέπουμε ένα δεύτερο σπήλαιο στο οποίο έχουν ανακαλυφθεί ευρήματα Μινωικής εποχής. Αν συνεχίσουμε το μονοπάτι, πάντα βόρεια, βγαίνουμε στην περιοχή του Καρτερού.
Είτε σας οδηγήσει ο θρύλος, είτε η προσπάθεια ανακάλυψης της ιστορίας, ένα είναι σίγουρο. Πηγαίνοντας στον Νεραϊδόσπηλιο θα αισθανθείτε μια μαγική δύναμη. Μια δύναμη που θα σας κάνει να ηρεμίσετε και να γαληνέψετε. Μακριά από την φασαρία και το άγχος της πόλης. Και αν νυχτωθείτε, που ξέρετε, μπορεί να είστε από τους τυχερούς και να δείτε τις πανέμορφες νεράιδες των Αστρακών.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Σας χαιρετώ από τους Αστρακούς όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα..

Το νεραϊδόσπηλιο μας είναι το πιο αγαπημένο μου μέρος...
Οτάν περπατήσετε στο νεραϊδόσπηλιο θα νιωσετε την γαληνη και την ηρεμία της φύσης!!! Την αρμονία και την ζεστασιά της!!! Και η μαγική δύναμη του θρύλου θα έρθει σίγουρα να σας μαγέψει...

Περιμένουμε να σας πούμε και από κοντά τον θρύλο που ακουμε και μεις από γενιά σε γενιά!!!!!!